-
1 манера
манера ж 1) ο τρόπος, η τεχνοτροπία· \манера исполнения η τεχνοτροπία 2) мн.: \манераы οι τρόποι η συμπεριφορά (поведение)' хорошие (плохие) \манераы οι καλοί ( κακοί) τρόποι* * *ж1) ο τρόπος, η τεχνοτροπίαмане́ра исполне́ния — η τεχνοτροπία
2) мн.мане́ры — οι τρόποι; η συμπεριφορά ( поведение)
хоро́шие (плохи́е) мане́ры — οι καλοί (κακοί) τρόποι
-
2 стиль
стиль м 1) το στυλ; το ύφος (литературный) 2) (в искусстве) η τεχνοτροπία* * *м1) το στυλ; το ύφος ( литературный)2) ( в искусстве) η τεχνοτροπία -
3 ордер
1. арх. о ρυθμός, η τεχνοτροπίαтосканский - Το-σκανικός/Τυρρηνικός -2. (письменное предписание, распоряжение, документ на выдачу или получение чего-л.) το ένταλμα, η εντολήпогрузочный мор. - το αντίγραφο της φορτωτικήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ордер
-
4 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
5 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
6 пошиб
-а α.1. τεχνοτροπία ιδιομορφία•икона греческого -а εικόνα ελληνικής τεχνοτροπίας.
2. στυλ. ύφος τρόπος.
См. также в других словарях:
τεχνοτροπία — Oνομάζεται και ύφος. Ο ιδιαίτερος προσωπικός τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει και εκφράζει τις ιδέες και τα συναισθήματα του. Ο όρος χαρακτηρίζει και τις διαφοροποιήσεις των διαφόρων λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών σχολών. * * * η, Ν ο… … Dictionary of Greek
τεχνοτροπία — η ιδιαίτερος τεχνικός τρόπος καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου, ύφος, στιλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μακεδονική σχολή — Τεχνοτροπία της βυζαντινής ζωγραφικής. Διαμορφώθηκε τον 13o αι., άκμασε τον 14o αι. και άρχισε να παρακμάζει τον 15o αι., οπότε κυριάρχησε η Κρητική σχολή. Ο όρος Μακεδονική είναι συμβατικός. Ονομάστηκε έτσι επειδή τα σπουδαιότερα έργα αυτής της… … Dictionary of Greek
νεοαττική τέχνη — Τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στη Ρώμη τον 1o αι. π.Χ. από Έλληνες γλύπτες που ασχολούνταν με την αντιγραφή κυρίως των κλασικών δημιουργών της αττικής τέχνης. Τέτοια αντίγραφα βρίσκονται σε πολλά μουσεία της Ιταλίας. Οι πιο σημαντικοί καλλιτέχνες… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek